- χαρτοβιβλιοπώλης
- οαυτός που πουλά βιβλία και χαρτικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαρτοβιβλιοπώλης — ο, Ν ιδιοκτήτης χαρτοβιβλιοπωλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + βιβλιοπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. χαρτοβιβλιοπῶλαι, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
χαρτοβιβλιοπωλείο — το, Ν κατάστημα όπου πωλούνται χαρτικά και βιβλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτοβιβλιοπώλης. Η λ., στον πληθ. χαρτοβιβλιοπωλεῖα, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek